συκόβιος

συκόβιος
-ον, Α
μτφ. αυτός που ζει με σύκα, δηλαδή με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -βιος (< βίος), πρβλ. ημερό-βιος. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συκόβιος — living on figs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοβίους — συκόβιος living on figs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”